- ἁλιήτωρ
- ἁλι-ήτωρ, οπος, ὁ, poet. forA
ἁλιεύς 1
, Hom.Epigr.16.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁλιεύς 1
, Hom.Epigr.16.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιήτωρ — ἁλιήτωρ ( ορος), ο (Α) Ποιητικός τύπος αντί ἁλιεύς* … Dictionary of Greek